otinanegreek
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
otinanegreek

Ενημέρωση & ψυχαγωγία


Μη Συνδεδεμενος Παρακαλώ συνδεθείτε ή εγγραφείτε

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Πήγαινε κάτω  Μήνυμα [Σελίδα 1 από 1]

1ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Empty ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Πεμ Ιουλ 30, 2020 2:30 pm

giorgos66

giorgos66
Admin
Admin

Έδω θα γράφουμε τα λογοτεχνικά παραμύθια

Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy

https://otinanegreek.forumgreek.com

2ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Empty Το κοριτσάκι με τα σπίρτα Πεμ Ιουλ 30, 2020 2:41 pm

giorgos66

giorgos66
Admin
Admin

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα (του H.C. Andersen)

Το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο. Φορούσε βέβαια παντόφλες όταν βγήκε από το σπίτι αλλά δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν και πολύ. Οι παντόφλες ήταν τεράστιες, καθώς ανήκαν κάποτε στην μητέρα του. Έτσι η μικρή τις έχασε όταν έτρεξε για να αποφύγει δύο άμαξες που περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα τον δρόμο. Την μία δεν μπόρεσε να την ξαναβρεί και την άλλη την πήρε και εξαφανίστηκε ένας πιτσιρικάς ο οποίος της φώναξε ότι θα την κάνει κούνια για το παιδί που κάποτε θα αποκτούσε.

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

]Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά ποδαράκια που από το ψύχος είχαν μελανιάσει και κοκκινίσει. Την παλιά της ποδιά την είχε γεμίσει με σπίρτα, ενώ κρατούσε ένα ματσάκι στη χούφτα της για να τα πουλήσει. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας όμως δεν είχε πουλήσει ούτε ένα πακετάκι, ούτε κανείς της έδωσε την παραμικρή ελεημοσύνη. Πεινασμένη και παγωμένη η μικρή συνέχισε να περπατάει με τις τελευταίες τις δυνάμεις και είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι σκέψεις του κοριτσιού όμως βρισκόταν πέρα από την ομορφιά που της προσέθετε το αναπάντεχο αυτό κόσμημα. Όλα τα παράθυρα φεγγοβολούσαν και από παντού ερχόταν η υπέροχη μυρωδιά της ψητής χήνας. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς και αυτή η σκέψη ήταν η μόνη που περνούσε από το μυαλό της μικρής. Το κοριτσάκι τελικά βρήκε και κάθισε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο σπιτιών. Αν και έβαλε τα ποδαράκια κάτω από το σώμα της κρύωνε όλο και περισσότερο. Ωστόσο δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα και χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα κέρμα. Ήταν σίγουρο ότι ο πατέρας της θα τη χτυπούσε, ενώ και στο σπίτι είχε πολύ κρύο. Στην οροφή του σπιτιού τους είχαν μόνο την σκεπή και παρά το ότι είχαν κλείσει τις μεγαλύτερες ρωγμές με άχυρο και κουρέλια το κρύο έμπαινε από παντού.

«Πόσο καλό θα της έκανε ένα σπίρτο!» σκέφτηκε «Αχ και να τολμούσε να πάρει ένα σπίρτο από το κουτάκι και να το έτριβε στον τοίχο για να ζεστάνει λίγο τα δάχτυλα της.» Επιτέλους τράβηξε το παιδί ένα σπίρτο. Ριτς! Και ένιωσε τη φωτιά του. Το σπίρτο έβγαζε μια ζεστή φωτεινή φλόγα μέσα από το χεράκι της μικρής. Ήταν ένα παράξενο φως, το κοριτσάκι ένιωσε σαν να κάθεται μπροστά σε μία σιδερένια σόμπα διακοσμημένη με μπρούτζινα στολίδια, η φωτιά της έκαιγε τόσο όμορφα και η ζεστασιά της ήταν τόσο ευχάριστη. Η μικρή άπλωσε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει και αυτά- τότε έσβησε η φλόγα. Η σόμπα εξαφανίστηκε- η μικρή καθόταν με το απομεινάρι του καμένου σπίρτου στο χέρι. Ένα νέο σπίρτο άναψε, άρχισε να καίει και να φωτίζει. Στο μέρος που έπεφτε το φως ο τοίχος έγινε διάφανος σαν διάδρομος. Η μικρή έβλεπε απευθείας μέσα στο σπιτικό όπου υπήρχε ένα τραπέζι με ένα εκθαμβωτικά λευκό τραπεζομάντιλο, στρωμένο με τις καλύτερες πορσελάνες, και η γεμιστή με μήλα και δαμάσκηνα χήνα άχνιζε υπέροχα. Ακόμα πιο υπέροχο όμως ήταν ότι η χήνα πήδηξε και βγήκε από την πιατέλα και άρχισε να τρέχει με το μαχαίρι και το πιρούνι στην πλάτη απευθείας προς το κοριτσάκι.

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Τότε έσβησε το σπίρτο και το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν ο χοντρός, κρύος τοίχος.
Άναψε ένα καινούριο. Τώρα η μικρή καθόταν κάτω από το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερα στολισμένο ακόμη και από αυτό που είδε μέσα από την γυάλινη πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου. Χιλιάδες φώτα άναβαν στα πράσινα κλαδιά, πολύχρωμες εικόνες από αυτές που έβλεπε από τα παράθυρα των μαγαζιών την κοιτούσαν από ψηλά, η μικρή άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους, τότε έσβησε το σπίρτο.


[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ανέβαιναν ολοένα και ψηλότερα, τώρα η μικρή είδε ότι ήταν τα αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε προς τη γη αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά στον ουρανό.

«Τώρα κάποιος πεθαίνει!» είπε η μικρή. Η γριά γιαγιά της, -η μόνη που της είχε φερθεί με αγάπη, αλλά που τώρα πια είχε πεθάνει- κάποτε είχε πει: «όποτε πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό!»

Άναψε ένα σπίρτο πάνω στον τοίχο, μια αχτίδα φωτός άστραψε, και στην λάμψη του στεκόταν η γιαγιά καλά φωτισμένη, ήρεμη και ευγενική.

«Γιαγιά» φώναξε η μικρή «πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως έσβησε η σόμπα, η ψητή πάπια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο». Βιαστικά άναψε και τα υπόλοιπα σπίρτα που ήταν στο κουτί, ήθελε να κρατήσει την γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα άναψαν και σκόρπισαν τόση λάμψη ώστε φώτισε περισσότερο ακόμη και από την ημέρα. Τόσο όμορφη και μεγάλη δεν ήταν ποτέ η γιαγιά, πήρε το κοριτσάκι αγκαλιά και πέταξαν χαρούμενες και οι δυο τους. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος άφησαν για πάντα το κοριτσάκι- είχε πάει στο Θεό. Στη γωνία ανάμεσα στα δύο σπίτια καθόταν μέσα στο κρύο το μικρό κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο στόμα του. Πέθανε από το κρύο την τελευταία ημέρα του χρόνου. Το πρωινό του νέου έτους πέρασε πάνω από το μικρό άψυχο κορμάκι το οποίο βρισκόταν καθισμένο μπροστά από τα καμένα σπίρτα. «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!» είπε κάποιος περαστικός. Κανείς δεν ήξερε πόσα όμορφα πράγματα είχε δει και με πόση λάμψη πέρασε με την γιαγιά της προς το νέο έτος.

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Οι εικόνες είναι από το βιβλίο "Fairy tales and stories, Andersen, H. C., Tegner, Hans, b. 1853, ill; Brækstad, H. L. (Hans Lien), 1845-1915 New York: The Century Co." και πάρθηκαν από τα commons των wikimedia.

https://otinanegreek.forumgreek.com

3ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Empty Κοκκινοσκουφίτσα Πεμ Ιουλ 30, 2020 3:03 pm

giorgos66

giorgos66
Admin
Admin

Κοκκινοσκουφίτσα (των αδελφών Grimm)

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Ήταν κάποτε ένα μικρό, γλυκό κοριτσάκι που και μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους αγαπούσε το κοριτσάκι η γιαγιά του, που συνεχώς έκανε δώρα στην μικρή της εγγονή.. Μια μέρα της χάρισε ένα σκούφο από κόκκινο ύφασμα. Τόσο πολύ άρεσε στο κορίτσι ο κόκκινος σκούφος που δεν ήθελε ποτέ πια να τον αποχωριστεί. Έτσι όλοι την αποκαλούσαν «η κοκκινοσκουφίτσα». Μια μέρα η μητέρα της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε ένα κομμάτι γλυκό και ένα μπουκάλι κρασί και πήγαινέ τα στη γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Φρόντισε όμως να είσαι φρόνιμη και μη ξεχάσεις να της δώσεις πολλά χαιρετίσματα. Να πηγαίνεις προσεκτικά στο δρόμο και να προσέχεις, γιατί αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις τα πράγματα και δεν θα μείνει τίποτε για την γιαγιά σου».

«Εντάξει θα κάνω ότι μου είπες» υποσχέθηκε η κοκκινοσκουφίτσα. Η γιαγιά ζούσε στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Καθώς λοιπόν μπήκε στο δάσος την συνάντησε ο λύκος. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.


-Καλημέρα κοκκινοσκουφίτσα. Είπε ο λύκος
-Ευχαριστώ λύκε. Απάντησε το κοριτσάκι
-Για πού το έβαλες πρωί-πρωί;
-Πηγαίνω στη γιαγιά.
-Και τι κουβαλάς στη ποδιά σου;
-Γλυκό και κρασί για την άρρωστη γιαγιά μου. Εχθές φτιάξαμε το γλυκό για να το φάει η γιαγιά και να δυναμώσει.
-Κοκκινοσκουφίτσα που μένει η γιαγιά σου;
-Μέσα στο δάσος, γύρω στο ένα τέταρτο απόσταση από εδώ που βρισκόμαστε. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.

Ο λύκος σκέφτηκε ότι η κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές και αναρωτιόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να τον αποκτήσει. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε να της λέει: «Κοκκινοσκουφίτσα, κοίταξε τι ωραία λουλούδια που υπάρχουν στο δάσος. Μα γιατί δεν τα κοιτάς. Έχω την εντύπωση ότι ούτε καν ακούς το όμορφο κελάηδημα των πουλιών! Εσύ περπατάς σαν να είσαι στο δρόμο για το σχολείο, ενώ είναι τόσο όμορφα στο δάσος».

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Η κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε τότε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Το δάσος ήταν γεμάτο λουλούδια και έτσι είπε να φτιάξει μια ανθοδέσμη για τη γιαγιά. «Ακόμη νωρίς είναι» σκέφτηκε «έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά». Έτσι μπήκε χορεύοντας στο δάσος και άρχισε να διαλέγει λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλούδι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και η κοκκινοσκουφίτσα ξεμάκραινε ολοένα και περισσότερο από τον δρόμο της και έμπαινε βαθύτερα στο δάσος. Ο λύκος όμως προχώρησε χωρίς να καθυστερήσει απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.

-Ποιος είναι; Ρώτησε η γιαγιά
-Η κοκκινοσκουφίτσα απάντησε ο λύκος. Σου φέρνω γλυκό και κρασί. Άνοιξε μου.
-Άνοιξε την πόρτα δεν έχω κλειδώσει, απάντησε η γιαγιά. Είμαι πολύ αδύναμη για να σηκωθώ.

Ο κακός ο λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την κατάπιε. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε. Έβαλε και το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς και ξάπλωσε ενώ προηγουμένως τράβηξε της κουρτίνες. Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε στο δάσος ψάχνοντας για λουλούδια, και όταν βρήκε τόσα ώστε να μη μπορεί να κουβαλήσει περισσότερα, θυμήθηκε την γιαγιά της και ξεκίνησε να πάει να την επισκεφτεί. Καθώς έφτασε βρήκε την πόρτα ανοιχτή πράγμα ασυνήθιστο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο αισθάνθηκε πολύ άβολα και σκέφτηκε «γιατί άραγε είμαι τόσο φοβισμένη σήμερα, αφού συνήθως έρχομαι στη γιαγιά με μεγάλη ευχαρίστηση». Μετά από αυτό πήγε προς το κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη την γιαγιά με κατεβασμένο το καπέλο του ύπνου βαθιά μέσα στο πρόσωπο, ενώ το παρουσιαστικό της ξάφνιαζε την κοκκινοσκουφίτσα.

-Αμάν γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
-Για να σε ακούω καλύτερα!
-Αμάν γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια
-Για να σε βλέπω καλύτερα!
Αμάν γιαγιά, γιατί έχει τόσο μεγάλα χέρια;
-Για να σε πιάνω καλύτερα!
-Αλλά γιαγιά, τι μεγάλο και τρομακτικό στόμα που έχεις;
-Για να σε φάω καλύτερα!

Και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε πάνω στην κοκκινοσκουφίτσα και την κατάπιε. Μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας πολύ δυνατά. Τυχαία έξω από το σπιτάκι της γιαγιάς περνούσε ο κυνηγός, που ακούγοντας το ροχαλητό ξαφνιάστηκε. «Δεν είναι φυσικό γριά γυναίκα να ροχαλίζει έτσι» σκέφτηκε και μπήκε στο σπιτάκι για να δει αν χρειάζεται κάτι η γιαγιά. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πλησίασε το κρεβάτι και το λύκο που έψαχνε εδώ και καιρό ξαπλωμένο. Αμέσως άρπαξε το όπλο του, αλλά σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να έφαγε την γιαγιά και ίσως προλάβαινε ακόμη να την σώσει. Έτσι δεν πυροβόλησε αλλά πήρε το ψαλίδι και έκοψε την κοιλιά του λύκου που κοιμόταν. Μόλις άρχισε να κόβει μερικές φορές με το ψαλίδι, είδε να λάμπει η κοκκινοσκουφίτσα και μόλις έκοψε λίγο ακόμη πετάχτηκε το κοριτσάκι μέσα από την κοιλιά του λύκου.

-Αχ πόσο φοβήθηκα, ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στην κοιλιά του λύκου.

Αμέσως μετά βγήκε και η γιαγιά ζωντανή μέσα από την κοιλιά. Η κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε και έφερε πέτρες και με τις πέτρες γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Μόλις  ξύπνησε ο λύκος ήθελε να το σκάσει, αλλά οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε κάτω και πέθανε. Μετά από αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο κυνηγός πήρε το τομάρι του λύκου, η γιαγιά έφαγε το γλυκό και ήπιε το κρασί που έφερε η κοκκινοσκουφίτσα και η κοκκινοσκουφίτσα σκεφτότανε ότι όσο ζούσε δεν θα άφηνε ξανά τον δρόμο της για να μπει στο δάσος, ειδικά όταν της το έχει απαγορεύσει η μαμά της.

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Επίσης λένε ότι μια άλλη φορά που η κοκκινοσκουφίτσα πήγαινε γλυκά στη γιαγιά της, ένας άλλος λύκος της μίλησε και προσπάθησε να την οδηγήσει μακριά από τον δρόμο της. Η κοκκινοσκουφίτσα όμως προφυλάχθηκε και πήγε απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς. Όταν έφτασε στη γιαγιά της, της είπε ότι συνάντησε τον κακό λύκο και ότι της είπε καλημέρα, αλλά την κοίταξε με τέτοια κακία στα μάτια «που αν δεν ήταν καταμεσής στο δρόμο  θα με είχε φάει».

«Έλα» είπε η γιαγιά «ας κλειδώσουμε την πόρτα για να μη μπορεί να μπει». Μετά από λίγο ήρθε ο λύκος και χτύπησε την πόρτα «έλα γιαγιά άνοιξε, είμαι η κοκκινοσκουφίτσα και σου φέρνω γλυκά». Αλλά η γιαγιά και η εγγονή δεν αποκρίθηκαν και έκαναν ησυχία σαν να μην ήταν κανείς στο σπίτι. Ο κακός λύκος γυρνούσε γύρω-γύρω από το σπίτι για να δει τι συμβαίνει. Σαν είδε και απόειδε ότι κανείς δεν αποκρινόταν, ανέβηκε στη σκεπή του σπιτιού για να περιμένει.

Αλλά η γιαγιά κατάλαβε το σχέδιο του λύκου και είπε στην κοκκινοσκουφίτσα: «φέρε έναν κουβά, πάρε το νερό στο οποίο έβρασα εχθές τα λουκάνικα και ρίξε το στο πηγάδι». Η κοκκινοσκουφίτσα γέμισε το πηγάδι με το νερό από τα λουκάνικα. Τότε η μυρωδιά έφτασε μέχρι την σκεπή και ο λύκος άπλωνε το κεφάλι του για να δει τι μυρίζει τόσο ωραία. Κάποια στιγμή άπλωσε τόσο πολύ το κεφάλι του που έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε από την σκεπή, έπεσε στο πηγάδι και πνίγηκε. Έτσι η κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε χαρούμενη στο σπίτι της και κανείς δεν της έκανε κακό.

Πηγή [Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτόν το σύνδεσμο.]

https://otinanegreek.forumgreek.com

4ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ Empty ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ Κυρ Σεπ 06, 2020 9:24 am

giorgos66

giorgos66
Admin
Admin

ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια που ζούσαν με την μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τα γουρουνάκια η μαμά τους τους είπε:

- Παιδιά μου μεγαλώσατε πια και ήρθε η ώρα να φύγετε από το σπίτι και να πάτε να βρείτε την τύχη σας. Να θυμάστε μόνο πως σε ότι και αν κάνετε να δίνετε τον καλύτερό σας εαυτό και να το κάνετε όσο καλύτερα μπορείτε.

Έτσι τα τρία γουρουνάκια χαιρέτησαν τη μαμά τους και έφυγαν από το σπίτι. Το πρώτο γουρουνάκι δεν πρόλαβε καλά καλά να απομακρυνθεί από το σπίτι και είδε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε άχυρα. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έτρεξε γρήγορα δίπλα του και του είπε:

- Σε παρακαλώ άνθρωπέ μου, πούλησέ μου τα άχυρά σου. Θέλω να φτιάξω με αυτά το σπίτι μου.

Ο άνθρωπος παραξενεύτηκε που το γουρουνάκι ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι από άχυρα. Παρόλ' αυτά του τα πούλησε. Έτσι το πρώτο γουρουνάκι βρήκε ένα ωραίο μέρος και χωρίς πολύ κόπο, έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα για να μείνει. Τα αδέρφια του το αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους. Μια μέρα, ένας πεινασμένος λύκος περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Εκεί που περπατούσε, είδε από μακριά το σπίτι με τα άχυρα και απ' έξω το γουρουνάκι. Να μια καλή ευκαιρία για να φάω, σκέφτηκε και πλησίασε προς το σπίτι. Το γουρουνάκι μόλις τον είδε έτρεξε στο σπίτι του για να προστατευθεί. Στάθηκε λοιπόν ο λύκος έξω από το σπίτι και αφού χτύπησε δυνατά την πόρτα φώναξε:

- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Σιγά να μην σου ανοίξω για να μπεις μέσα και να με φας, απάντησε το γουρουνάκι.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα γκρεμίσω το σπίτι σου, αποκρίθηκε ο λύκος.

Έτσι, φύσηξε και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε! Τα άλλα δύο γουρουνάκια που έμαθαν τι έπαθε ο αδερφός τους σκέφτηκαν ότι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικά. Εκεί που περπατούσαν, βλέπουν ένα άνθρωπο που κουβαλούσε ένα φορτίο με ξύλα. Το δεύτερο γουρουνάκι πήγε αμέσως κοντά του και του είπε:

- Καλέ μου άνθρωπε, πούλησέ μου τα ξύλα σου για να φτιάξω το σπίτι μου.


Και πράγματι ο άνθρωπος του πούλησε τα ξύλα. Τότε, το γουρουνάκι έφτιαξε ένα ωραίο ξύλινο σπίτι για να μείνει. Κουράστηκε λίγο, άλλα σκέφτηκε ότι δεν πειράζει γιατί το σπίτι που είχε φτιάξει ήταν πιο γερό από του ανόητου αδερφού του. Έτσι αποχαιρέτησε τον αδερφό του, μπήκε μέσα στο σπιτάκι του, κάθησε στην καρέκλα του και απολάμβανε την ζεστασιά του σπιτιού. Στο μεταξύ ο κακός λύκος άρχισε πάλι να πεινάει. Εκεί που περπατούσε και σκεφτόταν τι να φάει, είδε το ξύλινο σπίτι και μέσα σε αυτό το δεύτερο γουρουνάκι. Αμέσως πήγε κοντά, χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε:

- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Δεν με ξεγελάς εμένα λύκε, φώναξε από μέσα το γουρουνάκι. Αν σου ανοίξω θα μπεις μέσα και θα με φας.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε νευριασμένος ο λύκος.

Έτσι, φύσηξε μια, φύσηξε δυο και μετά από αρκετή προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε γρήγορα, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε και αυτό! Το τρίτο γουρουνάκι δεν ήταν ανόητο σαν τους αδερφούς του. Αφού περπάτησε και έψαξε πολύ, βρήκε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα.

- Σας παρακαλώ κύριε, του είπε, πουλήστε μου τα τούβλα σας για να φτιάξω το σπίτι μου.

Και τότε ο άνθρωπος αποφάσισε να δώσει τα τούβλα στο γουρουνάκι.

[Πρέπει να είστε εγγεγραμμένοι και συνδεδεμένοι για να δείτε αυτή την εικόνα.]

Το τρίτο γουρουνάκι κουράστηκε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του. Του πήρε πολλές ημέρες, στο τέλος όμως έφτιαξε ένα πολύ γερό σπίτι από τούβλα και τσιμέντο. Μπήκε λοιπόν μέσα και κάθισε για να ξεκουραστεί. Ο κακός λύκος που είχε πεινάσει πάλι, είδε το σπίτι από το τρίτο γουρουνάκι. Σκέφτηκε ότι ήταν η ευκαιρία του να το φάει και αυτό όπως τα αδέρφια του και ευθύς πήγε και χτύπησε την πόρτα:

- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα, φώναξε.
- Δεν σου ανοίγω λύκε. Θα φας κι εμένα όπως τα αδέρφια μου, απάντησε αυτό.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε ξανά ο λύκος.

Τότε άρχισε να φυσάει και να ξεφυσάει με όλη του την δύναμη. Όμως το σπίτι ήταν πολύ γερό και μετά από κάποιες ώρες, ο λύκος κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα έτσι. Κάθησε λοιπόν και σκέφτηκε ότι για να φάει το γουρουνάκι θα πρέπει να το ξεγελάσει. Έτσι του είπε:

- Γουρουνάκι, ξέρω ένα ωραίο χωράφι με γογγύλια!
- Πού είναι; ρώτησε το γουρουνάκι.
- Είναι εδώ παρακάτω στο αγρόκτημα. Αν θέλεις, αύριο το πρωί θα περάσω να σε πάρω να πάμε παρέα και να πάρουμε μερικά.
- Εντάξει, απάντησε το γουρουνάκι, αύριο θα ετοιμαστώ για να πάμε. Μόνο πες μου τι ώρα θα περάσεις.
- Θα περάσω στις έξι, απάντησε ο λύκος και έφυγε σίγουρος ότι έπιασε το κόλπο του.

Το γουρουνάκι όμως που ήταν έξυπνο, κατάλαβε το κόλπο του λύκου. Έτσι, ξύπνησε στις πέντε και πήγε μόνο του στο αγρόκτημα. Μέχρι να πάει η ώρα έξι είχε ήδη μαζέψει τα γογγύλια και είχε γυρίσει στο σπίτι του. Ο λύκος πήγε στο σπίτι στις έξι όπως είχαν συμφωνήσει, χτύπησε την πόρτα και είπε:

- Γουρουνάκι είσαι έτοιμο;
- Έτοιμο, μόνο που μέχρι να έρθεις πήγα στο αγρόκτημα και μάζεψα τα γογγύλια μου. Τώρα ετοιμαζόμουν να φτιάξω μια ωραία κατσαρόλα με φαγητό!

Ο λύκος όταν το άκουσε αυτό θύμωσε πολύ. Παρόλ' αυτά σκέφτηκε ότι αν προσπαθούσε πάλι θα κατάφερνε να ξεγελάσει το γουρουνάκι και έτσι είπε:

- Γουρουνάκι, ξέρω που υπάρχει μια ωραία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα.
- Πού είναι; αποκρίθηκε το γουρουνάκι.
- Πιο κάτω στον μεγάλο κήπο. Αν δεν με κοροϊδέψεις πάλι μπορώ να περάσω αύριο το πρωί στις πέντε να σε πάρω να πάμε.
- Σύμφωνοι, είπε το γουρουνάκι και ο λύκος έφυγε.

Το γουρουνάκι όμως ήταν πονηρό και κατάλαβε πάλι το κόλπο του λύκου. Έτσι ξύπνησε στις τέσσερις και πήγε γρήγορα στην μηλιά, ελπίζοντας ότι θα προλάβει να γυρίσει πριν να έρθει ο λύκος. Όμως η διαδρομή ήταν μεγαλύτερη και επιπλέον είχε να σκαρφαλώσει και στο δέντρο. Όταν λοιπόν, μάζεψε τα μήλα και άρχισε να κατεβαίνει από το δέντρο, είδε από μακριά τον λύκο να έρχεται προς το μέρος του. Όταν ο λύκος έφτασε κάτω από το δέντρο είπε:

- Γουρουνάκι έφτασες πριν από εμένα; Είναι ωραία τα μήλα;
- Ναι πολύ ωραία, είπε το γουρουνάκι. Κάτσε να σου πετάξω ένα κάτω για να δοκιμάσεις.

Και πέταξε το μήλο πολύ μακριά από το δέντρο. Μέχρι ο λύκος να φτάσει το μήλο, το γουρουνάκι πήδηξε κάτω από την μηλιά και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του. Ο λύκος δεν το 'βαλε κάτω. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγε πάλι στο γουρουνάκι με καινούριο σχέδιο. Χτύπησε την πόρτα και είπε:

- Γουρουνάκι το απόγευμα γίνεται ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. Θέλεις να πάμε;
- Φυσικά, είπε το γουρουνάκι. Τι ώρα θα πας;
- Στις τρείς, είπε ο λύκος και έφυγε.

Το γουρουνάκι, όπως και τις άλλες φορές ξεκίνησε πιο νωρίς και πήγε στο πανηγύρι. Εκεί αγόρασε ένα βαρέλι και καθώς γύριζε είδε τον λύκο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Τότε, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, σκέφτηκε να μπει μέσα στο βαρέλι για να κρυφτεί. Στην προσπάθειά του όμως να μπεί μέσα στο βαρέλι, αυτό αναποδογύρισε και άρχισε να κατρακυλάει στον λόφο! Ο λύκος, που δεν είχε δει το γουρουνάκι, είδε το βαρέλι να έρχεται προς τα πάνω του και τρόμαξε πολύ. Άρχισε λοιπόν να τρέχει για να φύγει και τελικά δεν πήγε στο πανηγύρι. Το γουρουνάκι μόλις σταμάτησε το βαρέλι, βγήκε από μέσα και πήγε γρήγορα στο σπίτι του. Μετά από λίγο, ο λύκος ηρέμησε από την λαχτάρα που πήρε και πήγε στο σπίτι του μικρού γουρουνιού. Χτύπησε την πόρτα και είπε στο γουρουνάκι τι του είχε συμβεί. Ότι δηλαδή δεν πήγε στο πανηγύρι γιατί τρόμαξε πολύ από ένα βαρέλι που κατρακυλούσε προς τα πάνω του.

- Χα χα, σε κορόιδεψα, είπε το γουρουνάκι. Είχα πάει στο πανηγύρι και αγόρασα ένα βαρέλι. Μόλις σε είδα μπήκα μέσα και άρχισα να κατρακυλάω στην πλαγιά του λόφου για να σε τρομάξω!

Όταν ο λύκος το άκουσε αυτό έγινε έξαλλος.

- Α, ώστε εσύ ήσουν που με τρόμαξες, είπε. Τότε και εγώ θα μπω στο σπίτι σου από την καμινάδα και θα σε φάω!

Το γουρουνάκι μόλις το άκουσε αυτό αποφάσισε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο λύκος να ανέβει στην σκεπή, άρπαξε γρήγορα μια μεγάλη κατσαρόλα και την γέμισε νερό. Άναψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μια δυνατή φωτιά στο τζάκι και έβαλε από πάνω την κατσαρόλα. Όταν ο λύκος ήταν έτοιμος να μπει στην καμινάδα το νερό είχε ήδη αρχίσει να βράζει. Έτσι, όταν ο λύκος μπήκε στην καμινάδα, έπεσε με φόρα μέσα στην κατσαρόλα με το βραστό νερό και κάηκε. Έτσι, το γουρουνάκι ξεφορτώθηκε τον κακό λύκο και από τότε έζησε αυτό καλά και εμείς καλύτερα!

Υποσημείωση: Ένα πολύ γνωστό παραμύθι που μιλάει για την ενηλικίωση και την απομάκρυνση των παιδιών από το προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειάς τους. Πρόκειται για μια ιστορία που διαδόθηκε πάρα πολύ στις δυτικές χώρες όπως και στην Ελλάδα λόγω των ηθικών της διδαγμάτων. Η πρώτη έντυπη έκδοση του παραμυθιού έγινε το 1840 από τον Τζέιμς 'Ορχαρντ Χάλιγουελ-Φίλιπς (James Orchard Halliwell-Phillipps). Όμως η πιο γνωστή έκδοση είναι αυτή που γράφτηκε από τον Τζόζεφ Τζέικομπς (Joseph Jacobs) και τυπώθηκε το 1890, με αναφορά στον Χάλιγουελ ως πηγή.  Παρ' όλα αυτά θεωρείται ότι η ιστορία αυτή είναι πολύ παλαιότερη. Αυτή η έκδοση είναι του Joseph Jacobs.

Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy Very Happy

https://otinanegreek.forumgreek.com

Επιστροφή στην κορυφή  Μήνυμα [Σελίδα 1 από 1]

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης